- μονόγραμμος
- μονό-γραμμος, aus einer Linie bestehend; auch = nur aus Linien bestehend, von Zeichnungen, die nur aus Linien bestehen, Umriß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόγραμμος — η, ο (Α μονόγραμμος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο γραμμή αρχ. 1. (για ζωγραφιά) αυτή που σύγκειται μόνο, από γραμμές ιχνογράφημα, σκίτσο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόγραμμον είδος ιχνογραφήματος που αποτελείται μόνο από γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μονόγραμμον — μονόγραμμος drawn with single lines masc/fem acc sg μονόγραμμος drawn with single lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογράμμῳ — μονόγραμμος drawn with single lines masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόγραμμα — μονόγραμμος drawn with single lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MONOCHROMATOS Pictura — apud Plin. l. 35. c. 3. De Pictuvae initiis incerta Graeci alii Sicyone, alii apud corint hios repertam affirmant, omnes umbrâ hominis lineis circumductâ. Itaque talem primam fuisse: secundam singulis coloribus et monochromaton dictam, postquam… … Hofmann J. Lexicon universale
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονογραμμικός — ή, ό 1. φρ. «μονογραμμική καταγωγή» εθνολ. η καταγωγή που υπολογίζεται με βάση τη γενεαλογική γραμμή τού ενός από τους δύο γονείς, είτε τής μητέρας, δηλ. η μητρογραμμική καταγωγή, είτε τού πατέρα, δηλ. η πατρογραμμική καταγωγή 2. «μονογραμμικό… … Dictionary of Greek